Μικρός πήγαινα σε μια κατασκήνωση αρρένων η οποία, ακολουθώντας παράδοση αρκετών δεκαετιών, χρησιμοποιούσε τον όρο «Μαρίκα» για τους τραπεζοκόμους (ένα παιδί κάθε μέρα από κάθε ομάδα που αναλάμβανε να στήσει και να μαζέψει το τραπέζι). Φυσικά κάναμε πλάκα με τον όρο αυτό, που θυμίζει το γυναικείο όνομα Μαρίκα, αλλά δε νομίζω να υπήρχε χλευαστική πρόθεση στην αρχική του καθιέρωση.
Μάλλον έπαιζαν και οι δύο εκδοχές, ωστόσο στο ρεμπέτικο τη συναντάμε υπό αυτή την εκδοχή. “Ντιγκιντάν” αναφέρεται και στο τραγούδι “Ο ρεμπέτης” του Κ. Ρουμελιώτη (1934).
Εννοούσα αν διαφαίνεται η συγκεκριμένη σημασία της λέξης αυτής και σε κάποιο ακόμα κείμενο στη χώρα μας.
Ο Περικλής αναφέρει τη λέξη με μια άλλη εντελώς διαφορετική σημασία:
Θα πρότεινα να ενταχθεί στο Γλωσσάρι με τη διατήρηση μιας επιφύλαξης ως προς την υιοθέτηση της λέξης στη χώρα μας με τη συγκεκριμένη αυτή ξενική σημασία, μια και – προς το παρόν - άπαξ μόνο απαντά. Κάπως έτσι, ίσως:
Μαρίκα: πιθανόν χρησιμοποιείται η λέξη για να αποδώσει την έννοια του θηλυπρεπούς, του ομοφυλόφιλου, όπως με αυτήν ακριβώς την έννοια , απαντά στα ισπανικά.
[ΕΤΥΜ. < ισπαν. Marica: θηλυπρεπής άνδρας]
Μάλλον χρειάζεται να το ακούσουμε ξανά, αποδείχτηκε πως δεν το θυμηθήκαμε, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Εν πάση περιπτώσει, πιθανόν η συγκεκριμένη σημασία της λ. να μην ήταν ευρύτερα γνωστή, κρίνοντας από το γεγονός ότι το «Μαρίκα» ως γυναικείο υποκοριστικό είναι (*) αρκετά συνηθισμένο (ας μνημονεύσουμε τις δυο μεγάλες κυρίες του λαϊκού μας τραγουδιού, Μαρίκα Παπαγκίκα και Μαρίκα Νίνου) : μάλλον θα το απέφευγαν ως υποκοριστικό αν υπήρχε ευρύτερα γνωστή αυτή η νοηματοδότηση.
(*) ήταν πολύ συνηθισμένο σε παλαιότερες εποχές, σήμερα πάντως όχι μόνο το «Μαρίκα» αλλά και το «Μαρία» ως όνομα τείνει προς εξαφάνιση, στα νεαρά κορίτσια κυρίαρχο όνομα είναι το «Νεφέλη» και άλλα συναφή…
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη!
Όχι απαραίτητα, όπως και το «αδερφή» δεν έγινε κακό όταν μιλάμε για γυναίκα, βοηθούντος και του ότι το «Μαρίκα» είναι/ήταν κοινό (αν αντί του «Μαρίκα» το «Μαρκελλίνα» είχε τέτοια σημασία που θα ήταν πιθανόν ευρέως γνωστότερη από το ίδιο το όνομα, ίσως αυτό να έκανε κάποιον να αποφύγει το «Μαρκελλίνα»). Ασχέτως τούτου όμως, θα πρέπει κάποια παρετυμολόγηση του «Marica» (όχι «marica»; ) ως «Μαρίκα» να διευκόλυνε την δανειοληψία.
Ακριβώς, επειδή – απουσία άλλου αντίστοιχου προσδιορισμού – δηλώνει αποκλειστικά και μόνο συγγενικό δεσμό και τίποτε περισσότερο.
Το ίδιο λέμε: ισχύει ό,τι και με το υποτιθέμενο «μαρκελλίνα»που λες και εσύ, Zaraz:
είπα πως αν ήταν στη χώρα μας ευρύτερα γνωστή αυτή η αρνητική σημασία της λ. «μαρίκα» [όπως στα ισπανικά] δεν θα συναντούσαμε τόσο συχνά το όνομα “Μαρίκα”.
Παρετυμολόγηση από πού; Δάνειο από τα ισπανικά είναι.
Πρέπει να ενταχθεί στο Γλωσσάρι με μικρό το αρχικό γράμμα: «μαρίκα», μια και δεν αφορά κύριο όνομα.
Δάνειο από τα ισπανικά είναι, για σένα που το έψαξες. Ο Ζαράζ λέει ότι ο τρέχων χρήστης της λέξης τότε, που μάλλον θα αγνοούσε ότι είναι δάνειο από τα ισπανικά, πιθανόν να την παρετυμολογούσε από το ελληνικό όνομα Μαρίκα, και να έβρισκε πολύ εύλογο να χαρακτηρίζουν τους θηλυπρεπείς μ’ ένα γυναικείο όνομα.
(Όπως και σήμερα λέμε «αντρούτσος» για τις ανδροπρεπείς γυναίκες, παρόλο που δε βγαίνει από το «άντρας» αλλά από το επώνυμο, πρβλ. Οδυσσέας Ανδρούτσος.)